πολυδιήγητος

πολυδιήγητος
η, ο [ος, ον]
1) длинный (об истории и т. п.); 2) нашумевший; шумный;

πολυδιήγητος γάμος — нашумевшая свадьба


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολυδιήγητος" в других словарях:

  • πολυδιήγητος — η, ο, Ν 1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς 2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • πολυδιήγητος — η, ο 1. για γεγονότα, αυτός που για τη διήγησή του χρειάζεται πολύς χρόνος. 2. ο γεμάτος περιπέτειες: Πολυδιήγητα ταξίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»